- κλιμακτηρίζω
- κλῑμακ-τηρίζω,A mark a critical period, Vett. Val.233.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλιμακτηρίζω — και κλιμακτηρίζομαι (Α) [κλιμακτήρ] εισέρχομαι στον κλιμακτηριακό* ενιαυτό, διέρχομαι την πιο κρίσιμη περίοδο τής ζωής … Dictionary of Greek